13 Μαρτίου 2012

Το 2025 θα έχουμε ξανά τις θέσεις εργασίας του 2008

Ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz εκτιμά με άρθρο τους στους Financial Times πως παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις για ανάκαμψη ούτε τα επίπεδα αποταμίευσης θα θυμίζουν την εποχή προ κρίσης.
''Είναι κατανοητό, με δεδομένες τις τόσες φορές που έγιναν αισιόδοξες προβλέψεις από τότε που ξεκίνησε η διολίσθηση τον Δεκέμβριο 2007, να επικρατεί κάποιος σκεπτικισμός με τους ισχυρισμούς ότι η ανάκαμψη επιτέλους δρομολογείται.

Για εμένα, το ερώτημα είναι, τι υποδεικνύει αυτός ο ισχυρισμός σχετικά με την στρατηγική; Δείχνει ότι πρέπει να χαλαρώσουμε λίγο με τις απαιτήσεις για περικοπές στον προϋπολογισμό που ζητούν οι συντηρητικοί της δημοσιονομικής πολιτικής; Ή ότι η Federal Reserve θα πρέπει να δίνει περισσότερη σημασία στον πληθωρισμό και να αρχίσει να μελετά αυξήσεις των επιτοκίων; Το βέβαιο είναι ότι η οικονομία θα χρειαστεί περισσότερη στήριξη, αν θέλουμε να επιστρέψει σε πλήρη απασχόληση σχετικά σύντομα.

Αυτό είναι το αναπόφευκτο συμπέρασμα όποιου κοιτάξει την κατάσταση της αγοράς εργασίας σήμερα. Συνεχίζει να τρεκλίζει. Τα στοιχεία της Παρασκευής έδειξαν ότι ο συντελεστής των ενήλικων εργαζόμενων Αμερικανών με δουλειά αυξήθηκε μόλις 0,1 μονάδα στο μίζερο 58,6% -νούμερο που είχαμε να δούμε από τις αρχές του ’80. Υπάρχουν 23 εκατομμύρια Αμερικανοί που θα ήθελαν πλήρη απασχόληση, αλλά δεν μπορούν να την έχουν. Η απασχόληση δεν έχει επιστρέψει στα επίπεδα του Δεκεμβρίου 2008.

Ας υποθέσουμε ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας θα συνεχιστεί με τον ρυθμό των 225.000 τον μήνα. Με αυτόν τον ρυθμό, θα χρειαστούν 150 μήνες για να φτάσουμε σε πλήρη απασχόληση, δηλαδή 13 χρόνια, κοντά στο 2025. Η επιτροπή προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει το 2018.

Με ανάπτυξη εργατικού δυναμικού περίπου 1% τον χρόνο και παραγωγικότητας 2-3%, χρειάζεται αύξηση παραγωγής άνω του 4% για να μειωθεί η ανεργία. Κανένας δεν περιμένει τέτοιον ρυθμό για αρκετό διάστημα ώστε να επιστρέψει σε πλήρη απασχόληση σύντομα.

Θα μπορούσαμε, όταν τελείωνε η απομόχλευση, να επιστρέψουμε σε «ομαλούς» ρυθμούς ανάπτυξης αλλά για να μειωθεί η ανεργία χρειάζεται παρατεταμένη περίοδος με ανάπτυξη άνω του μέσου όρου. Όμως υπάρχουν τρία στοιχεία που δείχνουν έλλειψη ζήτησης και την καθιστούν απίθανη.

Ακόμη και μετά την απομόχλευση και μετά την πλήρη ανόρθωση του τραπεζικού συστήματος, οι αποταμιεύσεις δεν πρόκειται να επιστρέψουν στα ίδια επίπεδα με αυτά πριν από το 2008. Ουτε μπορούμε να περιμένουμε την επιστροφή του Αμερικανού καταναλωτή - και στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ανησυχήσουμε εάν επανεμφανιζόταν, γιατί θα ήταν επικίνδυνη ένδειξη για ένα σύστημα που διευκολύνει τέτοια ατάσθαλη συμπεριφορά.

Τέλος, οι αμερικανικές πολιτείες και τοπικές κυβερνήσεις περιορίζονται, σε μεγάλο βαθμό, επειδή υποχρεώνονται να ισορροπήσουν τους προϋπολογισμούς τους. Εξαρτώνται πολύ από τους φόρους ακινήτων, οπότε και τα έσοδα και τα έξοδά τους έχουν μειωθεί κάθετα. Γι’ αυτό και υπάρχουν ένα εκατομμύριο λιγότεροι κρατικοί υπάλληλοι απ’ όσο πριν από την κρίση.

Η προ της κρίσης φούσκα κουκούλωσε θεμελιώδη προβλήματα στην αμερικανική οικονομία. Τα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά ξόδευαν υψηλότερο ποσοστό του προϋπολογισμού τους σε κατανάλωση από τα πλουσιότερα νοικοκυριά. Οπότε η αναδιανομή προς τα πάνω -με το 1% να κατέχει πάνω από το ένα πέμπτο των εσόδων του έθνους- θα οδηγούσε σε αδύναμη συνολική ζήτηση αν δεν είχε εκδηλωθεί η φούσκα.

Επιπλέον, όπως το Μεγάλο Κραχ ήταν κομμάτι της μετάβασης της οικονομίας από την αγροτική στην βιομηχανική, η Μεγάλη Ύφεση είναι κομμάτι της μετάβασης από τη βιομηχανική στην οικονομία των υπηρεσιών. Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας και η αλλαγή του συγκριτικού πλεονεκτήματος καθιστούν αναπόφευκτη τη διολίσθηση της απασχόλησης στη μεταποίηση. Οι αγορές δεν μπορούν από μόνες να χειριστούν καλά τέτοιες δραματικές οικονομικές μεταβολές.

Δυστυχώς, λίγα έχουν γίνει για να αντιμετωπιστούν τα υποβόσκοντα διαρθρωτικά προβλήματα. Πράγματι, η διολίσθηση κατά την οποία οι μισθοί δεν ακολουθούν τον ρυθμό του πληθωρισμού έχει από πολλές απόψεις επιδεινώσει την ανισότητα.

Η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει σήμερα τρεις μεγάλους κινδύνους: Πρώτον, μια εντονότερη διολίσθηση της Ευρώπης εξαιτίας της υπερβολικής λιτότητας και της κρίσης. Δεύτερον, εφησυχασμό ότι η οικονομία θα ανακάμψει γρήγορα χωρίς κυβερνητική στήριξη. Αν και υπάρχει τέλος για κάθε διολίσθηση, αυτό δεν πρέπει να μας καθησυχάζει. Τρίτον, να αποδεχτούμε ότι είναι αναπόφευκτο ποσοστό ανεργίας πάνω από το 7%.

Αν οι προβλέψεις της Κασσάνδρας που κάνω αποδειχθούν λάθος, θα μπορέσει να σταματήσει η υποστήριξη. Αν όμως αποδειχθούν σωστές και δεν κάνουμε τα απαραίτητα, θα το μετανιώσουμε''.